top of page

Απόρριψη αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων σε περίπτωση προσβολής εμπορικού σήματος

  • Εικόνα συγγραφέα: Admin
    Admin
  • 14 Ιαν 2009
  • διαβάστηκε 6 λεπτά

Στοιχεία Απόφασης


Δικαστήριο:Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών

Αριθμ. Απόφασης: 342

Έτος: 2009


Περίληψη


Αναγνωρίστηκε το δικαίωμα χρήσης εμπορικού σήματος με συγκεκριμένη απεικόνιση, ορισμένη συσκευασία, σχήμα και ορισμένη έγχρωμη σύνθεση της καθ' ης η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξουσίο δικηγόρο της Αναστάσιο Αποστολόπουλο διότι όπως αποδείχθηκε κατά τον επίδικο χρόνο το επίδικο εμπορικόσήμα με συγκεκριμένη απεικόνιση (ορισμένη σύσταση και κωνικό σχήμα), ακόμη δεν είχε εγκριθεί από την αρμόδια Επιτροπή Σημάτων με αμετάκλητη απόφαση και, εως εκ τούτου, δεν προστατεύεται, από τον ειδικό κανονισμό καθώς επίσης και ότι το επίδικο προϊον διατέθηκε στην αγορά απο την καθ 'ης πολυ πριν ακόμα διατεθεί στην αγορά από τους αιτούντες και επομένως η επίδικη αυτή ενέργεια της καθ‘ης δεν ενέχει σκοπό ανταγωνισμού και μάλιστα σε αντίθεση προς τα χρηστά ήθη.


Κείμενο Απόφασης


Από τις διατάξεις των άρθραν 1,2,4 παρ. 1,6,8 παρ. 1,14,15,18,26, παρ. 1 κι 27 παρ.1 του Ν.2239/1994 «περί σημάτων» προκύπτει ότι εκείνος που κατέθεσε νόμιμα σήμα και τούτο έγινε δεκτό με αμετάκλητη απόφαση του αρμοδίου οργάνου, αποκτά μέχρις ότου τούτο διαγραφεί κατά τη νόμιμη διαδικασία, το αποκλειστικό δικαίωμα να το χρησιμοποιεί από την ημέρα που υπέβαλε τη σχετική δήλωση και δικαιούται να ζητήσει από το δικαστήριο να απαγορεύσει σε όποιον χρησιμοποιεί, παραποεί ή απομιμείται το σήμα αυτό να συνεχίσει τις πράξεις αυτές ή να τον υποχρεώσει να τον αποζημιώσει ή και τα δύο. Η αξίωση παράλειψης περιλαμβάνει τόσο την αξίωση για παράλειψη στο μελλόν προσβολών , όσο και την αξίωση για άρση της ήδη γενομένης παρσβολής, η οποία μπορεί να συνίσταται, εκτός άλλων, στην καταστροφή του διαφημιστικού υλικού, καθώς και εκείνου της συσκευασίας. Σήμα κατά τις παραπάνω διατάξεις θεωρείται κάθε σημείο επιδεκτικό γραφιστικής παραστάσεως ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες από εκείνα άλλων επιχειρήσεων, μπορούν δε να αποτελέσουν σήμα, εκτός άλλων, οι λέξεις, οι απεικονίσεις ή ο συνδυασμός αυτών. Η καταχώρηση του ονόματος γίνεται σε ειδικό βιβλίο μετά την παράδοση με απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων της σχετικής δηλώσεως που κατέθεσε ο ενδιαφερόμενος στο αρμόδιο τμήμα του Υπουργείου Εμπορίου. Βέβαια η κατά τις ως άνω διατάξεις του Ν.2239/1994 προστασία του σήματος προϋποθέτει παραδοχή με αμετάκλητη απόφαση που αναφερομένων σ’ αυτό δικαστηρίων και καταχώρησή του σήματος στο ειδικό βιβλίο σημάτων και συνεπώς μέχρι την καταχώρηση αυτή του σήματος δεν μπορεί να παρασχεθεί σε τούτο έννομη προστασία κατά τον ειδικό αυτό νόμο περί σημάτων. Ωστόσο, το σήμα που δηλώθηκε, πλην όμως δεν έχει γίνει ακόμα αμετάκλητα δεκτό, λόγω εκκρεμότητας της σχετικής διαδικασία, προστατεύεται από τις διατάξεις του ν.146/1914 «περί αθέμιτου ανταγωνισμού» διότι αλλιώς κατά το στάδιο αυτό τα σήματα θα έμεναν απροστάτευτα (βλ. ΕφΑθ 1172/1992 Δνπ 42,820). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου του ν. 146/1914 προκύπτει αξίωση για παράλειψη της αθέμιτης ανταγωνιστικής ενέργειας, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά: α) σκοπός ανταγωνισμού, β) ανάπτυξη ανταγωνιστικής ενέργειας σε μια σχετική αγορά που νοείται κατά τρόπο ευρύ και γ) αντίθεση της ανταγωνιστικής ενέργειας στα χρηστά ήθη. Η αντίθεση της ανταγωνιστικής ενέργειας κρίνεται με βάση τις περί κοινωνικής .. αντιλήψεις του μέσου συνετού ανθρώπου, για την αξιολόγηση δε της αντίθεσης αυτής, λαμβάνεται υπόψη ο όλος χαρακτήρας της μετά από εκτίμηση των περιστατικών της συγκεκριμένης περίπτωσης (βλ. Ρόκα, Αθέμιτος Ανταγωνισμός σελ. 3). Η διάταξη του παραπάνω άρθρου θεσπίζει γενικό κανόνα, ο οποίος εφαρμόζεται συμπληρωματικά και είτε εμπορικού ή βιομηχανικού σήματος, εφόσον η προστασία που παρέχουν οι ειδικές διατάξεις περί σημάτων του Ν.2239/1994 δεν επαρκεί. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ.1 του αυτού νόμου, όποιος κατά τις συναλλαγές κάνει χρήση κάποιου ονόματος εμπορικής επωνυμίας ή διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχείρησης κατά τρόπο που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση με το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα ή την επωνυμία τα οποία άλλος νόμιμα μεταχειρίζεται, μπορεί να υποχρεωθεί από τον τελευταίο σε παράλειψη χρήσεως. Βάσει της διατάξεως αυτής παρέχεται προστασία κατά την αρχή της χρονικής προτεραιότητας στον πρώτο ο οποίος έκανε χρήση της επωνυμίας ή του διακριτικού γνωρίσματος έναντι του δευτέρου ο οποίος κάνει χρήση όμοιας επωνυμίας ή του διακριτικού γνωρίσματος κατά τρόπο που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, γιατί ο μέσος καταναλωτής βάσει του ενδιαφέροντος της προσοχής του και της εν γένει εντυπώσεις από το πρώτο  διακριτικό γνώριμα διαπλάθει μια εικόνα, η οποία συνδέεται με την από άλλον μεταγενέστερη χρησιμοποίηση του διακριτικού γνωρίσματος. Επίσης κατά το άρθρο 22 εδ. τελευταίο του Ν.146/1914, «προκειμένου περί αγωγής επί παραλέιψει, εγειρομένης επί τη βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου, δύναται το δικαστήριο εν τη αποφάσει του να δώσει την άδεια εις τον νικώντα όπως δημοσιεύσει εντός ορισμένης προθεσμίας το διατακτικόν της αποφάσεως δαπάνει του ηττηθέντος». Διάταξη αντίστοιχη την τελευταία δεν περιλαμβάνεται στο Ν.2239/1994 περί σημάτων σε άλλο συναφές νομοθέτημα.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι για να μπορεί να υποβληθεί αίτημα παροχής άδειας δημοσίευσης του διατακτικού της απόφασης με έξοδα του εναγομένου, στην περίπτωση που εγείρεται αγωγή για παράλειψη της χρήσεως του σήματος από τρίτο, πρέπει η αγωγή να περιέχει και βάση που θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 1 του Ν.146/1914 «περί αθέμιτου ανταγωνισμού», δηλαδή πρέπει να εκτίθεται στη σχετική αγωγή ότι η παράνομη χρήση του σήματος από τον εναγόμενο τρίτο έγινε με σκοπό ανταγωνισμού του ενάγοντος δικαιούχου του σήματος και κατά τρόπο που αντίκειται στα χρηστά ήθη.

Τέλος, εφόσον συντρέχει επείγουσα περίπτωση, μπορεί κατά το άρθρο 20 παρ.1 του Ν.146/1914, για να απαγορευθεί η πράξη που αποτελεί τον αθέμιτο ανταγωνισμό, να απφθούν ασφαλιστικά μέτρα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 682 επ. 731 ΚΠολΔ με την απειλή των έμμεσων ποινών εκτελέσεως του άρθρου 947 ΚΠολΔ.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση-εκτίθεται ότι η δεύτερη αιτούσα εταιρία με την επωνυμία«P* Μονοπρόσωπη ΕΠΕ», της οποίας μοναδικός μέτοχος είναι ο πρώτος αιτών, είναι αποκλειστική εισαγωγέας και αντιπρόσωπος ενός είδους πίτσας με τον διακριτικό τίτλο «...», που παρασκευάζεται από την αλλοδαπή εταιρία «P*», βάσει δε σύμβασης αποκλειστικής διανομής εμπορεύονται το προϊόν αυτό σε όλη την Ελλάδα, καθώς και ότι ο πρώτος αυτών έχει καταθέσει στο Υπουργείο Εμπορίου στα ημεδαπά σήματα το σήμα «P.Σ.Χ» ως σήμα λεκτικό «με συγκεκριμένη απεικόνιση, ορισμένη συσκευασία και σχήμα και ορισμένη εγχρώματι σύνθεση». Ότι περαιτέρω διαπιστώθηκε ότι η καθ’ ης εταιρία άρχισε να εμπορεύεται και να μοιράζει στα σούπερ-μάρκετ κωνικές πίτσες και στο έγχρωμο χαρτόνι της συσκευασίας τους, εκτός από τη φωτογραφία μιας έγχρωμης κωνικής πίτσας, μεταξύ άλλων αναγράφεται και «Ρ.Χ». Ότι τα προϊόντα αυτά είναι υποδεέστερης ποιότητας από εκείνα που εισάγουν και εμπορεύονται οι αιτούντες και ότι η και της χρησιμοποιώντας τις άνω ενδείξεις εν είδει σήματος/διακριτικού γνωρίσματος προκαλεί δολίως επί ζημία των αιτούντων συγχύσει στο καταναλωτικό κοινό ως προς την προέλευση των υπ’ αυτής πωλουμένων άνω προϊόντων. Ενόψει τούτων, επικαλούμενοι επείγουσα περίπτωση ζητούν: 1) να απαγορευθεί στην καθ’ ης να κατασκευάζει, να κατέχει, να θέτει σε κυκλοφορία τι να πωλεί και εμπορεύεται κωνικές ή πίτσες σε χωνάκι που θα αναγράφουν τις λέξεις αυτές στη συσκευασία τους, 2) να διαταχθεί η συντριπτική κατάσχεση των πιο πάνω προϊόντων είτε αυτά βρίσκονται εις χείρας της καθ΄ ης είτε τρίτων καθώς και η καταστροφή αυτών, 3) να απαγγελθεί κατά του νομίμου εκπροσώπου της καθ’ ης προσωπική κράτηση διαρκείας έξι μηνών και χρηματική ποινή 15.000 ευρώ για κάθε παράβαση του διατακτικού της εκδοθησομένης αποφάσεως, 4) να διαταχθεί η καθ’ ης να παραλείπει κάθε παρόμοια ενέργεια στο μέλλον, και 5) να διαταχθεί η δημοσίευση του διατακτικού της απόφασης σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών με δαπάνες της καθ’ ης.

Η αίτηση αυτή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 686 επ.) και είναι νόμιμη. Στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις και στις διατάξεις των άρθρων 731,732 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής κατά του (μπ κατονομαζόμενου) νομίμου εκρποσώπου της καθ’ ης, το οποίο κρίνεται νόμιμο και απορριπτέο, αφού η ένδικη αίτηση δεν στρέφεται και προσωπικό κατ’ αυτού.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, και των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν πιθανολογούνται τα ακόλουθα: Η δεύτερη εταιρία με την επωνυμία «P* Μονοπρόσωπη ΕΠΕ» είναι αποκλειστική εισαγωγέας και αντιπρόσωπος ενός είδος πίτσας (κονικής) με το διακριτικό γνώρισμα (λεκτικό και παραστατική ένδειξη) «...» που προσδιορίζει την πρόελευση του εν λόγω προϊοντος ως παραγόμενο από την αλλοδαπή εταιρία «P*».Πιθανολογήθηκε, επίσης, ότι ο πρώτος αιτών, ιδρυτικής μοναδικώς εταίρος της δεύτερης τούτων, κατέθεσε στις 21-5-2008 στο Υπουργείο Εμπορίου το υπαριθμ. … ημεδαπό σήμα «Ρ.Σ.Χ» ως σήμα λεκτικό με συγκεκριμένη απεικόνηση(ορισμένη σύσταση και κονικό σχήμα), το οποίο ακόμη δεν έχει εγκριθεί από την αρμόδια Επιτροπή Σημάτων με αμετάκλητη απόφαση και, εως εκ τούτου, δε προστατεύεται, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, από τον ειδικό κανονισμό.

Τέλος, πιθανολογήθηκε (βλ. προσκ, σχετικά 4 και 5 των αιτούντων) ότι το επίδικο προϊον διατέθηκε από την καθ’ ης στην αγορά πριν από το μήνα Αύγουστο του έτους 2007, δηλ όχι μόνο πριν από τα κατά τα άνω κατάθεση από τον πρώτο αιτούντα στις 21-5-2008 του σήματος «Ρ.Σ.Χ», αλλά και πριν ακόμα διατεθεί στην αγορά από τους αιτούντες το είδος της πίτσας με τον διακριτικό τίτλο «Κ.Ρ» και επομένως η επίδικη αυτή ενέργεια της καθ ‘ης δεν ενέχει σκοπό ανταγωνισμού και μάλιστα σε αντίθεση προς τα χρηστά ήθη.

Συνεπώς η αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάτος των αιτούντων τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης (ΚΠολΔ 176).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αίτηση. Και

Επιβάλλει σε βάρος των αιτούντων τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ

 
 
bottom of page