Αναγνώριση δεδικασμένου και απόρριψη έφεσης
- Admin
- 25 Ιαν 2013
- διαβάστηκε 10 λεπτά
Στοιχεία Απόφασης
Δικαστήριο: Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών
Αιρθμ. Απόφασης: 388
Έτος: 2013
Κείμενο Απόφασης
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, την 18η Mαϊου 2012, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «Κ*», η οποία εδρεύει στ... Απικής (θέση …) επί της …, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της ..., βάσει δήλωσης κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Ζ*», καθολικής διαδόχου λόγω μετατροπής της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «Z*», η οποία εδρεύει στ... Απικής, οδός … αριθμ…, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Αναστάσιο Αποστολόπουλο, βάσει δήλωσης κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η εκκαλούσα με την από 28.01.2010 έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου την 01.02.2010 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ../2010 και αντίγραφο αυτής στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 02.02.2010 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης …/405/2010), την οποία απευθύνει ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, ζητεί να εξαφανιστεί η υπ' αριθμ. 59/2007 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου και να γίνει δεκτή η από 10.10.2005 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2005 αγωγή της κατά της αντιδίκου της.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αλλ.ά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ το ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 28.01.2010 έφεση της εκκαλούσας - ενάγουσας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου την 01.02.2010 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2010 και αντίγραφο αυτής στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 02.02.2010 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης …/405/2010), με την οποία προσβάλλεται η υπ' αριθμ. 59/2007 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου που δίκασε, με την παρουσία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 10.10.2005 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2005 αγωγής της εκκαλούσας κατά της εφεσίβλητης και δημοσιεύτηκε την 30.01.2007, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 516, 517 και 520 παρ. 1 ΚΠολΔ) εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των τριών ετών (άρθρα 144, 145 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ}, δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε, άλλωστε, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 18 παρ. 2, 5-11, 513 παρ. 1 εδ. β' και 5 8 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ανωτέρω διαδικασία, ως προς το παραδεκτο και το βάσιμο του μοναδικού λογου της (αρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Με την από 10.10.2005 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 498/2005 αγωγή της η ενάγουσα εξέθεσε ότι με την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «Z*», της οποίας η εναγομένη αποτελεί καθολική διάδοχο, συνήψε την από 03.08.2000 σύμβαση πώλησης, δυνάμει της οποίας πώλησε και παρέδωσε σε αυτή, εκδίδοντας το υπ' αριθμ. .../03.08.2000 δελτίο αποστολής - τιμολόγιο, τα λεπτομερώς περιγραφόμενα στην αγωγή προϊόντα, και ειδικότερα 13.215 κουτιά χάρτινα τυρόπιτας προς 45 δραχμές το καθένα και συνολικής αξίας 590.625 δραχμών ή 1.733,30 ευρώ, 13.590 κουτιά χάρτινα ζαμπονοτυρόπιτας προς 45 δραχμές το καθένα και συνολικής αξίας 611.550 δραχμών ή 1.794,70 ευρώ, 13.010 κουτιά μπουγάτσας προς 45 δραχμές το καθένα και συνολικής αξίας 585.450 δραχμών ή 1.718,12 ευρώ και ένα κοπτικό καλούπι αξίας 80.000 δραχμών ή 234,77 ευρώ, το συνολικό δε τίμημα για αυτά ανήλθε στο ποσό των 1.867.625 δραχμών πλέον ΦΠΑ εκ ποσοστού 18%, δηλαδή 2.203.798 δραχμών ή 6.467,49 ευρώ, συμφωνήθηκε δε ότι το προαναφερόμενο τίμημα θα καταβαλλόταν σε αυτή μέσα σε χρονικό διάστημα 30 ημερών από την παράδοση των προϊόντων, δηλαδή μέχρι την 03.09.2000. Ότι, επειδή η εναγομέvη δεν της είχε καταβάλει το τίμημα μέσα στην συμφωνηθείσα προθεσμία, της κοινοποίησε προς τούτο την από 17.10.2000 εξώδικη δήλωση με διαμαρτυρία και πρόσκληση, πλην όμως αυτή (εναγομένη) με την από 08.11.2000 εξώδικη απάντηση ισχυρίστηκε ότι τα πωληθέντα εμπορεύματα δεν έφεραν τις συμφωνηθείσες ιδιότητες και είχαν πραγματικά ελαττώματα (οι παραστάσεις, απεικονίσεις και τα σήματα ήταν δυσδιάκριτα και με διαφοροποιημένες αποχρώσεις) που αναιρούσαν τη χρήση, για την οποία προορίζονταν, και για το λόγο αυτό προέβη σε αναστροφή της πώλησης. Ότι η ανωτέρω αναστροφή της πώλησης είναι άκυρη, καταχρηστική και παράνομη, δεδομένου ότι τα πωληθέντα και παραδοθέντα προϊόντα κατασκευάστηκαν σύμφωνα με την από 09.06.2000 προσφορά της, κατά ποιότητα, είδος κατασκευής και τιμή, την οποία είχε αποδεχθεί η εναγομένη. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρη η συντελεσθείσα με την από 08.11.2000 εξώδικη δήλωση αναστροφή της πώλησης και ότι δεν επέφερε καμία έννομη συνέπεια στη συναφθείσα από 03.08.2000 σύμβαση πώλησης καθώς και να υποχρεωθεί αυτή να της καταβάλει το ποσό των 6.467,49 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη λήξης της συμφωνηθείσας ημερομηνίας προς καταβολή του, δηλαδή από την 04.09.2000, μέχρι την εξόφληση, άλλως από την επομένη της κοινοποίησης της από 17.10.2000 εξώδικης δήλωσής της με Διαμαρτυρία και Πρόσκληση, δηλαδή από την 02.11.2000, μέχρι την εξόφληση, και σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αγωγής. Περαιτέρω, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά της έξοδα. Τέλος, η εvαγομένη ζήτησε, με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καθώς και με τις προτάσεις της σε αυτό, σε περίmωση μη αποδοχής του αγωγικού αιτήματος, να της καταβληθεί το περιελθόν. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 59/2007 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου, η οποία, μετά την προβολή σχετικής ένστασης από την εναγομένη, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου, το οποίο απορρέει από την υπ' αριθμ. 4568/2003 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ενώ απέρριψε ως απαράδεκτο και το αίτημα της ενάγουσας για επιστροφή του περιελθόντος. Η εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεση και για το μοναδικό λόγο αυτής, ο οποίος ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, προσβάλλει την εκκαλοuμέvη ως προς κεφάλαιό της, με το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου η αγωγή, και ζητεί την εξαφάνιση της απόφασης προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της. Ο λόγος της έφεσης είναι νόμιμος και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 321 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο, το οποίο κατά το άρθρο 332 λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζει το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι χάριν του δημόσιου συμφέροντος και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των ίδιων διαδίκων, το δημιουργούν δε οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες. Ειδικότερα, πρέπει να επισημανθεί ότι το ουσιαστικό δεδικασμένο ανάγεται στο διατακτικό της απόφασης και είναι επακόλουθο (συνέπεια) της κρίσης του δικαστηρίου που διατυπώνεται σ' αυτό, δεν εκτείνεται δε στις αιτιολογίες της απόφασης. Το διατακτικό όμως, του οποίου δεν ορίζεται ορισμένη θέση στην απόφαση, μπορεί να είναι διατυπωμένο σε οποιαδήποτε θέση αυτής. Αν στο αιτιολογικό περιέχεται δικαστική διάγνωση, δημιουργείται δεδικασμένο διότι αποτελεί στοιχείο του κρινόμενου δικαίου (ΑΠ 183/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 369/1971 ΑρχΝ 22.695, ΑΠ 224/1970 ΝοΒ 18.954, ΕφΑθ 9837/1996 ΕλλΔνη 1997.1152). Κατά δε το άρθρο 324 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα παρισταμένων, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη αγωγή, η δε ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΑΠ 1550/2010 ΝΟΜΟΣ). Το δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων, είναι διαφορετικό από εκείνο που ζητήθηκε στη δίκη που προηγήθηκε, έχει, όμως, ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, τούτο δε συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (ΟλΑΠ 15/1998 ΕλλΔνη 39.303, ΑΠ 216/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 912/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου το δεδικασμένο αποκλείει την αμφισβήτηση σε νεώτερη δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει μια έννομη σχέση ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής (ΑΠ 1174/1999 ΕλλΔνη 41.694, ΑΠ 166/1999 ΕλλΔνη 40.1040, ΕφΛαρ 278/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και εκεί παραπομπές). Η εν λόγω δε απαγόρευση ενεργεί τόσο θετικά με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντας το ως αμάχητη αλήθεια, έστω και αν η τελεσίδικη αυτή κρίση είναι εσφαλμένη (ΑΠ 800/1994 ΕλλΔνη 37.121, ΕφΘεσ 564/2001ΕλλΔνη 2001.767, ΕφΑθ 5120/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όσο και αρνητικά με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα για την ύπαρξη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο (ΑΠ 1025/1993 ΕλλΔνη 35.1565, ΕφΘεσ 564/2001 ΕλλΔνη 2001.767, ΕφΛαρ 278/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Ποδηματά, Δεδικασμένο τομ. Α, σελ. 83 επ., σημ. 160, 161 όπου και παραπομπές).
IV. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλοuμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, δημόσιων και ιδιωτικών, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα - ενάγουσα ομόρρυθμη εταφεία με την επωνυμία «Κ*» είχε ασκήσει, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 17.04.2001 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2001 αγωγή κατά της εταιρείας με την επωνυμία «Z*», κατά μετατροπή της οποία προέκυψε η νυν εφεσίβλητη - ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία, στην οποία εκτίθεντο τα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά με αυτά της από 10.10.2005 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφού …/2005 αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη απόφαση με κύριο αίτημα να καταδικαστεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 2.203.798 δραχμών ή 6.467,49 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξης της συμφωνηθείσας ημερομηνίας προς καταβολή αυτού, δηλαδή από την 04.09.2000, μέχρι την εξόφληση, άλλως από την επομένη της κοινοποίησης σε αυτήν της από 17.10.2000 Εξώδικης Δήλωσης με Διαμαρτυρία και Πρόσκληση, δηλαδή από την 02.11.2000, μέχρι την εξόφληση, και σε κάθε περίπτωση από την κοινοποίηση της εν λόγω αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επί της ανωτέρω από 17.04.2001 αγωγής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 3930/2002 απόφαση του Μονομελοός Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτή (αγωγή) έγινε δεκτή στο σύνολό της και υποχρεώθηκε η (εκεί) εναγομέvη να καταβάλλει στην (εκεί) ενάγουσα το ποσό των 6.467,49 ευρώ, ως τίμημα των πωληθέντων και παραδοθέντων προϊόντων, με το νόμιμο τόκο από την 04.09.2000, πώλησης που είχε ήδη συντελεστεί την 13.11.2000, με την επίδοση της από 08.11.2000 Εξώδικης Δήλωσής της προς την ενάγουσα, λόγω ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτωv και έλλειψης συvομολογηθεισώv ιδιοτήτων των πωλούμενων προϊόντων. Κατά της ανωτέρω απόφασης ασκήθηκε από την εvαγομέvη της ανωτέρω αγωγής κατά της ενάγουσας της ίδιας αγωγής η από 27.11.2002 έφεση, απευθυνόμενη ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την 03.1.2002 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2002, και αντίγραφο αυτής στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών την 04.12.2002 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2002, με αίτημα την εξαφάνιση της εν λόγω απόφασης και την απόρριψη της αγωγής. Επί της ανωτέρω έφεσης εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 4568/2003 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Αθηνών (βλ. το υπ' αριθμ. πρωτ. .../19.10.2012 Πιστοποιητικό του γραμματέα του Τμήματος Γενικού Αρχείου του Εφετείου Αθηνών), η οποία, αφού δέχθηκε ότι η εφεσίβλητη - ενάγουσα (νυν εκκαλούσα - ενάγουσα) δεν ανταποκρίθηκε στις συμβατικές της υποχρεώσεις προς την εκκαλούσα - εναγομένη (νυν εφεσίβλητη - εναγομένη), καθόσον της πώλησε και της παρέδωσε προϊόντα, και ειδικότερα τα αναφερόμενα στην αγωγή κιβώτια ζύμης, που είχαν τα λεπτομερώς περιγραφόμενα πραγματικά ελαττώματα που αναιρούσαν τη χρησιμότητάς τους και δεν έφεραν τις συμφωνημένες ιδιότητες, και αναγνώρισε ως έγκυρη και ισχυρή την αναστροφή της πώλησης, στην οποία είχε ήδη προβεί η ανωτέρω εκκαλούσα - εναγομένη με την επίδοση της από 08.11.2000 εξώδικης δήλωσής της προς την εφεσίβλητη - ενάγουσα την 13.11.2000, και ότι συνεπεία αυτής κατέστη ανενεργή η συναφθείσα από 03.08.2000 πώληση κατά το τμήμα που αφορούσε τα κιβώρια ζύμης, όχι όμως κατά το τμήμα που αφορούσε το πωληθέν και παραδοθέν κοπτικό μηχάνημα, εξαφάνισε την υπ' αριθμ. 3930/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δίκασε στην ουσία της την υπόθεση, έκανε εν μέρει δεκτή την από 17.04.2001 αγωγή και καταδίκασε την εvαγομένη (νυν εφεσίβλητη - εναγομένη) να καταβάλει στην ενάγουσα (νυν εκκαλούσα - ενάγουσα) το ποσό των 94.400 δραχμών ή 277 ευρώ, που αφορούσε το κοπτικό μηχάνημα, με το νόμιμο τόκο από την 04.09.2000, ενώ απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς το ποσό των 2.109.398 δραχμών ή 6.190,46 ευρώ που αφορούσε το τίμημα για τα κιβώτια ζύμης. Από το σύνολο των ανωτέρω αποδειχθέντων προκύπτει ότι, από την προαναφερόμενη υπ' αριθμ. 4568/2003 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία επήλθε διάγνωση της έννομης σχέσης της συναφθείσας μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων από 03.08.2000 σύμβασης πώλησης και του δικαιώματος να απαιτήσει η τότε εφεσίβλητη - ενάγουσα (νυν εκκαλούσα - ενάγουσα) την καταβολή του συνολικού τιμήματος για τα πωληθέντα προϊόντα, έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο, το οποίο αποκλείει την εκ νέου, με την από 10.10.2005 αγωγή, διάγνωση της ίδιας έννομης σχέσης και του ίδιου ,δικαιώματος, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της ενώπιον του Εφετείου Αθηνών δίκης (αρνητική λειτουργία δεδικασμένου), δεδομένου ότι συντρέχει το σύνολο των προϋποθέσεων αυτού, δηλαδή ταυτότητα διαδίκων, καθόσον εvαγομένη και στην δύο αγωγές είναι η ίδια ομόρρυθμη εταιρεία ενώ η νυν ενάγουσα είναι οιονεί καθολική διάδοχος της ενάγουσα της από 17.04.2001 αγωγής, και ταυτότητα αντικειμένου, δηλαδή νομικής και ιστορικής βάσης. Ειδικότερα, με την προαναφερόμενη αμετάκλητη απόφαση κρίθηκε ότι, λόγω της ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων στα πωληθέντα και παραδοθέντα κιβώτια ζύμης και της έλλειψης συνομολογημένων ιδιοτήτων, η αναστροφή της πώλησης που συντελέστηκε με την επίδοση, την 13.11.2000, της από 08.11.2000 Εξώδικης Δήλωσης της εκκαλούσας - εναγομένης (νυν- εφεσίβλητης - εναγομένης) ήταν ισχυρή (έγκυρη) ως προς τα κιβώρια ζύμης και η σύμβαση πώλησης ανενεργή ως προς αυτά, με αποτέλεσμα να μην οφείλεται το αιτούμενο με την από 17.04.2001 αγωγή τίμημα για τα ελαττωματικά προϊόντα, ανερχόμενο στο ποσό των 210.398 δραχμών ή 6.190,46 ευρώ, αλλά μόνο το τίμημα για το κοπτικό μηχάνημα, ως προς τον οποίο παρέμεινε ενεργή η σύμβαση πώλησης, ύψους 277 ευρώ, επιδικάζοντας αυτό με το νόμιμο τόκο από 04.09.2000. Επομένως, η ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση έκρινε με δύναμη δεδικασμένου τόσο το ζήτημα του κύρους της αναστροφής της σύμβασης πώλησης όσο και το δικαίωμα της ενάγουσας να αξιώσει την καταβολή του τιμήματος. Ως εκ τούτου, η από 10.10.2005 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε τα ίδια και απέρριψε την από 10.10.2005 αγωγή και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 498/2005 αγωγή ως απαράδεκτη για τον ίδιο λόγο, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο μοναδικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.
V. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήπας της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ' ουσίαν την έφεση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 02.11.2012.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 25.01.2013, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους.
