top of page

Μεταρρύθμιση κληρονομητηρίου

  • Εικόνα συγγραφέα: Admin
    Admin
  • 28 Ιουν 2024
  • διαβάστηκε 18 λεπτά

Έγινε ενημέρωση: 24 Σεπ 2024

Στοιχεία Απόφασης


Δικαστήριο: Ειρινοδικείο Αμαρουσίου

Αριθμ. Απόφασης: 90

Έτος: 2024


Κείμενο Απόφασης


Συνεδρiασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 29 Μαϊου 2024, προκειμένου να δικάσει:

Την από …/2024 και με ειδικό αριθμό καταθ. δικογρ. …/2024 αίτηση, που προσδιορίστηκε για την παρούσα δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, με αντικείμενο την διόρθωση - τροποποίηση διάταξης κληρονομητηρίου

Των αιτούντων: 1). … του … και της …, κατοίκου … οδός …  με ΑΦΜ … και 2). … του … και της .., κατοίκου ομοίως με ΑΦΜ …, οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους Δικηγόρου Αναστασίου Αποστολόποuλου.

Των προσθέτως παρεμβαινόντων: 1). … του … και της .., κατοίκου …, οδός .. με ΑΦΜ … και 2). … του … και της .., κατοίκου .., οδός … , με ΑΦΜ …, οι οποίοι παραστάθηκαν μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους …

 

Οι αιτούσες ζητούν να γίνει δεκτή η από …/2024 και με ειδικό αριθμό καταθ. δικογρ. …/2024 αiτησή τους που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Οι παρεμβαίνοντες ζητούν να γίνει δεκτή η παρέμβαση που άσκησαν προφορικά με δήλωση της πληρεξοuσίας τους δικηγόρου στο ακροατήριο, η οποία καταχωρήθηκε και στα πρακτικά αλλά και με τις προτάσεις τους και η αίτηση των uπερ' ων η παρέμβαση.

Κατά τη δικάσιμο αυτή. η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο και οι διάδικοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και μετά την εκφώνησή της από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αιτούντων κι εκείνη των προσθέτως παρεμβαινόντων ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ι. Η από …/2024 και με ειδικό αριθμό καταθ. δικογρ. …/2024 αίτηση και η πρόσθετη υπέρ αυτής παρέμβαση πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, σύμφωνα με τα άρθρα 31 παρ. 1, 246 και 741 ΚπολΔ, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, διότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται μείωση των εξόδων και αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων αλλά κυρίως διότι δεν νοείται πρόσθετη παρέμβαση ανεξάρτητη από το κύριο δικόγραφο, καθώς με την τελευταία δεν διανοίγεται καινούρια δfκη παρά προστίθεται δικονομικά "σύμμαχος" στη δίκη του αιτούντος.

ΙΙ. Η έννοια του διαδίκου στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, η οποία

χαρακτηρίζεται από την ελαστικότητα της διαδικασίας, αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που απαντάται στην αμφισβητούμενη δικαιοδοσία. Αυτό συμβαίνει διότι στη διαδικασία αυτή δεν συναντάται κατά κανόνα το φαινόμενο της αντιδικίας, τουλάχιστον τυπικά, και για το λόγο αυτό δεν υπάρχουν αντιδικούντα πρόσωπα (αντίδικοι κατά την δικονομική έννοια, διότι πρόσωπα με αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα παντού και πάντοτε υπάρχουν). Αντιθέτως, τα πρόσωπα που ονομάζονται διάδικοι, είναι μόνον τυπικά τέτοιοι καθώς επί της οuσίας πρόκειται περί θετικώς ή αρνητικώς διακείμενων ως προς την προσδιοριστέα από το Δικαστήριο ρύθμιση ατόμων. Έτσι, η έννοια του διαδίκου, που προσδιορίζεται τόσο με το τυπικό όσο και με το ουσιαστικό κριτήριο, προσλαμβάνεται στην εκούσια δικαιοδοσία με τον ακόλουθο τρόπο: α) με την υποβολή αίτησης για την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης της εκούσιας δικαιοδοσίας, β) με την κλήτευση τρίτων στη διαδικασία, κατόπιν διαταγής του αρμόδιου δικαστηρίου (αρθρο 748 παρ. 3 ΚπολΔ), γ) με την προσεπίκληση τρίτων κατόπιν πρωτοβουλίας του διαδίκου ή αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 753 ΚπολΔ), με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης, ε) με την άσκηση τριτανακοπής κατά τα άρθρα 773, 583 επ. Κπολ (βλ. ΑΠ 646/1975 ΝοΒ 24,50, ΕφΑθ 341/1991 Δ 22,847, ΕφΑθ 10018/1986, ΝοΒ 35,551, ΕφΘες 1969/1986 Αρμ 40.808, ΕφΑθ 612/1985 ΑρχΝ 36,140, ΕφΑθ 10025/1982 ΕλλΔνη 24,284). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 748 παρ. 3 και 745 Κ.Πολ.Δ. μπορεί, από το Δικαστή που ορίζει δικάσιμο, να διαταχθεί η κλήτευση τρίτων που έχουν έννομο συμφέρον στη δίκη, είτε αυτεπάγγελτα, είτε συνηθέστερα με ειδική αίτηση του αιτούντα, η οποία θεωρείται ότι υποβάλλεται, όταν η αίτηση στρέφεται κατά κάποιου άλλου. Και στις δύο περιπτώσεις, όταν ο δικαστής διατάσσει την επίδοση, εκείνος προς τον οποίο αυτή, έχει την δυνατότητα, εμφανιζόμενος και υποβάλλοντας προτάσεις να ισχυριστεί, όσα αναφέρονται σ' αυτές είτε συμπορευόμενος, εiτε αντιτιθέμενος προς τον αιτούντα και γινόμενος, κατ' αυτό τον τρόπο, διάδικος (σχετ. Εφ.Πατρ. 135/1971 ΝοΒ 19, 1957, Π.Πρ.Αθ.2337/1972 Αρχ.Ν. κr, 671, Μ.Πρ.Αθ. 553/1976 Δ 7, 728 βλ. και ΑΠ 649/1975 ΝοΒ 24, 50, Εφ. Αθ. 7159/1986 Ελ.Δ. 28, 675, Εφ. Αθ. 8210/1980 ΝοΒ 29, 564, Εφ.Αθ. 3489/1981 ΝοΒ 29, 727, Π.Πρ.Ροδ. 58/1981 ΕλΔ 22,463, Μ.Πρ.Αθ. 299/1985 ΕλΔ 27, 1417). Αυτό άλλωστε, προκύπτει, με σαφήνεια από τη διάταξη του άρθρου 754 Κ.Πολ.Δ., όπου γίνεται διάκριση μεταξύ του τρίτου που κλητεύεται και του τρίτου που παραστάθηκε αυτόκλητος και ρυθμfζεται το ζήτημα της ερημοδικίας τους, πράγμα το οποίο σημαίνει, ότι ο τρίτος που κλητεύεται γίνεται διάδικος με μόνη την κλήτευσή του, με διαταγή του δικαστή, έστω και αν δεν μετάσχει καθόλου στη δίκη. Εξ άλλου, από το άρθρο 752 Κ.Πολ.Δ., ερμηνεuόμενο σε σχέση με τα προεκτεθέντα και σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 79, 80 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζονται εδώ, (άρθρο 741 επ. Κ.Πολ.Δ), προΟπόθεση για την άσκηση παρέμβασης είναι, ότι ο παρεμβαίνων πρέπει να είναι τρiτος, τέτοιος δε κατά τα προαναφερόμενα, δεν είναι ο τρίτος προς τον οποlο διατάχτηκε η επlδοση της αίτησης. Αυτός, επομένως, δεν έχει το δικαίωμα v’ ασκήσει παρέμβαση, κύρια ή πρόσθετη, η οποία, αν ασκηθεί απορριπτέται ως απαράδεκτη (Π.Πρ.Αθ. 2337/1978 ό.π. παρ. Μ.Πρ.Αθ. 553/1976 όπ. παρ.). Αυτό, άλλωστε, προκίιπτει, και από το άρθρο 754 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. όπου γίνεται μνεία για τον τρίτο που παρεμβαίνει, χωρίς να κλητεύεται. Είναι βέβαια, αυτονόητο, ότι όταν με ξεχωριστό δικόγραφο ή με τις προτάσεις ασκείται παρέμβαση, αν αυτή απορριφθεί ως απαράδεκτη, δεν θα θεωρηθεί ο διάδικος ως απολειπόμενος, αλλ' ότι υποβάλλει απλά προτάσεις, αφού είναι διάδικος, εφόσον στο "μείζον'', περιέχεται και το "έλασσον" (Μον.Πρωτ.Αθ. 553/1976 όπ.παρ.).

ΙΙΙ. Στις δίκες της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπου παρουσιάζεται έντονο το ενδιαφέρον της πολιτείας για την προάσπιση και μη περιουσιακών συμφερόντων, υιοθετείται με το άρθρο 759 παρ. 3 ΚπολΔ (βλ. και αρθρ. 744), απαράλλακτα όπως στην ποινική (αρθρο 239 ΚποινΔ) και στη φορολογική δικονομία (άρθρο 46 Κ.Φ.Δ,, αρθρ. 148 ΚΔοικητικήςΔικονομfας) το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο δικαστή ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και πρωτοβουλίας συλλογής αποδεικηκοίι υλικού (ΕΑ 2964/69 Αρμ.24,341) και εξακριβώσεως των πραγματικών γεγονότων, που ασκού ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Πρ 4,135, Σταυρόπουλος αρθρο 351, 4° βλ. και άρθρο 335 ΚπολΔ και αρθρ.691 παρ. 1 ΚπολΔ, Βερβεσός ο.π. σελ. 612, ΑΠ 1374/05 ΕλΔ 49,739, ΑΠ 2228/07 ΕλΔ 49,1011). Στο πλαίσιο της αρχής αυτής ο δικαστής αποδεσμεύεται από την υποχρέωση να περιορισθεί μόνο στο πραγματικό υλικό, που συνεισέφεραν στη δίκη οι διάδικοι και καλείται επίσης και οφείλει, αν διαπιστώσει ελλείψεις, να αναζητήσει ο ίδιος τα κρίσιμα γεγονότα (ΣχΠολΔικ ΥΙΙ 15, ΑΠ 1603/1984, 421, ΑΠ 483/1997 ΕλΔ 1998,338, ΑΠ 1131/1987 ΝοΒ 1988, 1601) ενώ η απόφασή του για τα θέματα αυτά δεν μπορεί να προσβληθεί με την αίτηση της αναίρεσης και με βάση το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚπολΔ (ΑΠ 483/1991 ΕλΔ 1992,81, ΑΠ 1374/2005 ΔΕΕ 2005,1221). Δεν δεσμεύεται επίσης ούτε από τους περιορισμούς του άρθρου 270 ΚπολΔ και μπορεί να λάβει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα και εκτός του καταλόγου του άρθρου 339 ΚπολΔ (ΑΠ 11/2010 ΝοΒ 58,1477) ή που προσκομίσθηκαν μετά τη συζήτηση μετά τη συζήτηση της αίτησης. Επιτρέπεται επίσης η προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών (ΕΑ 4076/2006 ΝοΒ 2006,1489). Με τη διάταξη του αρ. 236 Κπολ - η οποία κατ'άρθρο 741 Κπολ ισχύει και στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας - δίδεται η δυνατότητα στους διαδίκους να συμπληρώνουν τους ισχυρισμούς που υποβλήθηκαν ελλιπώς και αορίστως με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και γενικά να παρέχουν τις αναγκαίες διασαφήσεις για την εξακρίβωση της αλήθειας των προβαλλόμενων ισχυρισμών. Ειδικώς δε στην εκούσια δικαιοδοσία ο αιτών δύναται να προβάλει νέους πραγματικούς ισχυρισμούς μέχρι την περάτωση και της τελευταfας συζήτησης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (αρ. 745 Κπολ). Πολύ δε περισσότερο μπορεί ελεύθερα να συμπληρώνει και διορθώνει τους ισχυρισμούς του με προφορική δήλωση ή με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση (άρθρα 238 και 256 Κπολ). Μάλιστα, είναι επιτρεπτή η μεταβολή ακόμη και όταν η διόρθωση είναι τόσο εκτεταμένη ώστε να προκαλεlται μεταβολή της αιτήσεως, γίνεται, όμως, με την άδεια του δικαστή (αρ. 751 Κπολ).

Αντίθετα ακόμα από όσα έχουν ισχύ σε ορισμένες περιπτώσεις της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας και όπου η απόδειξη είναι υποχρεωτική και δεσμευτική, στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας επικρατεί η αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων (αρθρ. 759 ΚπολΔ βλ. και αρθρ. 8, 347, 349 ιδίου Κώδικα και Μπέης Διαδικασiαι σελ. 534, ίδιος Πολ.Δ1κονομiα αρθρ. 106 σελ. 548, Σταυρόπουλος αρθρ. 805, 3 Μιχελάκης Σχ. 7,11,16, ΑΠ 657Π3 ΝοΒ 22, 54 , ΑΠ 289/99 εΛδ 40,1309,ΕΠ 134Π1 ΝοΒ 19,1457, ΕΑ 290ΠΟ Αρχ.Ν 22,535, ΕΑ 4373Π2 ΝοΒ 21,357, Εθ 312Π1 ΝοΒ 19,645, ΕΘ 3099/2005 ΔΕΕ 2006, 1154) και σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει την προσκόμιση εγγράφων από δημόσια υπηρεσία, να απευθύνει προς αυτήν ερώτημα ή να διατάξει την εξέταση συγκεκριμένου μάρτυρα (ΑΠ 723/1993 ΕλΔ 1995, 100). Δεν μπορεi όμως να εκτιμήσει έγγραφα ή αποδεrκπκά μέσα που δεν υποβλήθηκαν στην κρίση του (ΑΠ 535/65 ΝοΒ 14,488, ΑΠ 548/62 ΝοΒ 11, 235, ΑΠ 547/71 Αρχ.Ν. 23,17) ή να λάβει υπόψη του προς συναγωγή τεκμηρίων μη επιτρεπτά αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 582/201Ο ΝοΒ 58,1826).

IV. Σύμφωνα με το άρθρο 758 Κπολ οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, μπορούν με αίτηση διαδίκου, μετά τη δημοσίευσή τους, να ανακληθούν ή να μεταρρυθμιστούν από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, να προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν. Η ανάκληση ή μεταρρύθμιση γίνεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 741 εως 781, αφού κληθούν οι διάδικοι της αρχικής δίκης και τα πρόσωπα τα οποία είχαν διοριστει ή είχαν αντικατασταθεί ή παυθεί από την απόφαση για την άσκηση λειτουργήματος. Ως νέα πραγματικά περιστατικά νοούνται και γεγονότα που, αν και υπήρχαν κατά την προηγούμενη δίκη, δεν τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου (ΑΠ 1133/1994 ΕλΔνη 37/1070). Τα νέα πραγματικά περιστατικά πρέπει να είναι, κατ'εύλογη κρίση, σημαντικά με ουσιώδη και αποφασιστική επιρροή στην έκβαση της δίκης, να προσδίδουν διαφορετική πραγματική εικόνα από την αντfστοιχη, την οποίαν είχε δεχθεί το Δικαστήριο και να αποτρέπουν ή να διαφοροποιούν σημαντικώς τη βάση επί της οποίας στηρίχθηκε η απόφασή του (ΑΠ 1395/2018).

V. Η διαθήκη είναι ο πλέον δημοφιλής προς τους διαθέτες τρόπος ν'αποτυπώσουν τα αισθήματά τους απέναντι στους επίδοξους κληρονόμους τους. Κι ενώ κάποια πρόσωπα δύνανται ελεύθερα να τα εξοβελίζουν από τη δυνατότητα κάρπωσης της καταλειπόμενης περιουσίας, ως προς κάποια άλλα υποχρεούνται να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί έτσι ώστε όταν δεν υφίστανται οι ειδικοί λόγοι αποκλήρωσης που προβλέπονται στα άρθρα 1840, 1841 και 1842 ΑΚ ν' αναβιώνει η δέσμευσή τους να αφήσουν ένα minimum περιουσιακό στοιχείο, αυτό που προβλέπει ο νόμος στους λεγόμενους νόμιμους μεριδούχους. Πλήρως εναρμονισμένος ο νομοθέτης με τις κοινωνικοηθικές εξελίξεις έχει επιλέξει ως νόμιμους μεριδούχους μόνον τα πρόσωπα αυτά τα οποία ούτως ή άλλως θα ήταν τα μόνα απαραίτητα για να αποτελέσουν την οικογένεια του κληρονομουμένου κι αυτά δεν είναι άλλα από το σύντροφό του και τα ίδια του τα τέκνα. Έτσι, ως νόμιμοι μεριδούχοι του θανόντος καλούνται οι γονείς του, οι κατιόντες του κι ο σύζυγος που επιζεί. Τα ως άνω πρόσωπα αποτελούν τους in abstracto αναγκαίους κληρονόμους δηλαδή αυτούς που αφηρημένα τάσσονται από το νόμο ως τέτοιοι αφού για κάθε περίπτωση ακριβώς επειδή κάθε οικογένεια είναι ξεχωριστή με τις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά της που την διακρίνουν από τις άλλες, οι νόμιμοι μεριδούχοι διαφέρουν από την άποψη ότι in concreto θα κληθούν εκείνοι από τους παραπάνω που θα είχαν κληθεί ως εξ' αδιαθέτου κληρονόμοι αν ο διαθέτης δεν είχε αφήσει διαθήκη. Εντούτοις δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο κατά τη σύνταξη της διαθήκης ο διαθέτης να κατανέμει κατά βούληση την περιουσία του, παραλείποντας ν' αναφέρει κατ' ελάχιστο κάποιο από τα δικαιούμενα τη νόμιμη μοίρα πρόσωπα οπότε και επέρχεται ολική προσβολή της νόμιμης μοίρας με διαθήκη ή να αφήνει μεν κάτι το οποίο να υπολείπεται στοιχειωδώς απ' αυτό που αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα οπότε έχουμε μερική προσβολή της εν λόγω κληρονομικής μερίδας με διαθήκη. Περαιτέρω, το δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα διαθέτει τέτοια ισχύ που δύναται, όταν θιγεί, να επιφέρει μέχρι και την ακυρότητα της διαθήκης. Κρατούσα θέση σε θεωρία και νομολογία (βλ. ΟλΑΠ 935/1975 ΝοΒ 23, 1267,  ΑΠ 1578/2007 Νόμος, ΑΠ 1135/2002 ΕλλΔνη 45,461, ΑΠ 975/2002 ΕλλΔνη 44, 1327, ΑΠ 362/2002 Νόμος, ΑΠ 671/1999 ΕλλΔνη 41, 424, ΑΠ 199/1998 ΕλλΔνη 39,849,Εφlωανν 186/2007 Αρμ 62,71, ΕφΑθ 4057/2006 ΕλλΔνη 47,1499, ΕφΑθ 1795/2005 ΕλλΔνη 47,265, ΕφΑΘ 843/2002 ΕλλΔνη 43, 1484) κατέχει η άποψη που υποστηρίζει ότι η εξ'αυτού του λόγου ακυρότητα της διαθήκης είναι σχετική, έχει προβλεφθεί προς χάριν του μεριδούχου και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επέλθει παρά τη θέλησή του. Βασικό επιχείρημα της άποψης αυτής είναι ο σκοπός του νομοθέτη ο οποίος θέλησε με τις διατάξεις αυτές να αναδείξει ως σημαντικότερο αγαθό την προστασία της οικογένειας και να την προκρίνει έτσι έναντι των τρίτων και της ασφάλειας των συναλλαγών, το συμφέρον των οποίων προτάσσουν όσοι τάσσονται στον αντίποδα της παραπάνω θέσης. Ειδικότερα, σε ό, τι αφορά την κρατούσα άποψη αυτή έχει διατυπωθεi κυρίως στην κατάλειψη της νόμιμης μοfρας κατά ένα μόνο μέρος ισχύει όμως για την ταυτότητα του λόγου απαράλλακτα και στην ολική μη κατάλειψη. Την απάντηση στις ως άνω απόψεις δίνει το ίδιο το άρθρο ΑΚ 1829 από το οποίο απορρέει η σχετική ενέργεια της περί ου ο λόγος ακυρότητας. Άλλωστε δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς το γεγονός ότι το δίκαιο της νόμιμης μοίρας έχει ταχθεί προς εξασφάλιση των νομίμων μεριδούχων και όχι προς ανεπίτρεπτη δέσμευση των τελευταίων με αποτέλεσμα να επάγεται κάτι σ' αυτούς που δεν το επιθυμούν.

Ο θεσμός της νόμιμης μοίρας συνιστά δέσμευση (αναγκαστική διαδοχή) για τον κληρονομούμενο μόνο, όχι όμως και για τον μεριδούχο. Στον τελευταίο δεν επιβάλλεται η νόμιμη μοίρα, αντίθετα του παρέχει ο νόμος την ευχέρεια να εκφράσει ανενδοίαστα την προτίμησή του ως προς την αποδοχή ή την απόρριψη αντίστοιχα της επέλευσης της αναγκαστικής διαδοχής σε ο,τι αφορά στο πρόσωπό του. Όπως εκτέθηκε αναλυτικά σε προηγούμενη θέση της παρούσης η ακυρότητα που επισύρει η πρόβλεψη περιορισμών από το διαθέτη επί της νομίμου μοίρας χαρακτηρίζεται ως σχετική κατά την κρατούσα και ορθότερη άποψη τασσόμενη κατεξοχήν υπέρ του μεριδούχου. Συνέπεια τούτου αποτελεί η διαπίστωση ότι εφόσον η εν λόγω κύρωση έχει εισαχθεί προς χάριν του μεριδούχου θα πρέπει ο τελευταίος να απολαμβάνει το δικαiωμα να μπορεί να παραιτηθεί της προστασίας αυτής εφόσον το επιθυμεί και αυτό μπορεί να το κάνει μέσω της παραίτησης από την ακύρωση της διαθήκης και κατ’·επέκταση της παραίτησης από το δικαίωμα λήψεως της νομίμου μοίρας άρτιας κι αυτούσιας, όπως του προσήκει, σύμφωνα με το νόμο. Πιο συγκεκριμένα, σε περίπτωση μερικής κατάλειψης της νομίμου μοίρας στον μεριδούχο ο τελευταίος δύναται να παραιτηθεί από το δικαίωμά του συμπλήρωσης αυτής μέσω ανάληψης του ελλείποντος ενώ αν του έχει καταληφθεί ολόκληρη αλλά με περιορισμούς μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα επίκλησης της ακυρότητας των περιορισμών που βαρύνουν τη νόμιμη μοίρα (βλ. ΑΚ 1829). Η δυνατότητα αυτή βέβαια τελεί υπό τον όρο της μη προηγούμενης επίκλησης της εν λόγω ακυρότητας επιχείρημα που συνάγεται από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1849 εδ. α' ΑΚ. Σε ο, τι αφορά δε στις προυποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ώστε να υφίσταται μια έγκυρη παραίτηση οι απαραίτητες επισημάνσεις σχετίζονται τόσο με τον τύπο και τις διατυπώσεις που πρέπει να περιβληθεί μια τέτοια ενέργεια όσο και με το χρονικό φάσμα μέσα στα πλαίσια του οποίου πρέπει να συντελεσθεί αυτή ώστε να καταστεί αποδεκτή. Πιο συγκεκριμένα κι αναφορικά με τον τύπο που πρέπει να ακολουθηθεί αυτό που πρέπει να τονισθεί οπωσδήποτε είναι η έλλειψη επιτακτικής πανηγυρικής διατύπωσης καθώς αυτή μπορεί να λάβει χώρα, εφόσον κι ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά και με άτυπη μονομερή δήλωση βουλήσεως (Βλ. σχετικά ΑΠ 148/1986 ΕΕΝ 53, 727, ΑΠ 824/1985 ΕΕΝ 53, 286) η οποία δεν είναι απαραιτήτως απευθυντέα και είναι μη ανακλητή. Επιπλέον, η δήλωση αυτή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, να προκύπτει δηλαδή από πράξεις (Χαρακτηριστικά είναι τα εξής παραδείγματα επί των οποίων έχει αποφανθεί κατά καιρούς η νομολογία: ΕφΘες 2463/1989 Αρμ 43, 868 κατά την οποία συνιστά παραίτηση η αναγνώριση από τον μεριδούχο του κύρους της δωρεάς που θίγει τη νόμιμη μοίρα όπως επίσης και η αναγνώριση από τον μεριδούχο ως έγκυρης της διαθήκης που θίγει τη νόμιμη μοίρα του, εφόσον ο μεριδούχος γνωρiζει τη δυνατότητα προσβολής της για τον ανωτέρω λόγο ενώ αντίθετα κατά την ΠΠΘ 24803/2005 Αρμ 60, 1574 μόνη η άσκηση της επικαρπίας που καταλεlφθηκε στον επιζώντα σύζυγο περιορίζοντας το δικαίωμά του ως μεριδούχου δεν στοιχειοθετεί παραίτηση από τη νόμιμη μοίρα) του μεριδούχου οι οποίες να είναι ικανές να δημιουργούν στον εξωτερικό κόσμο την εύλογη εντύπωση ότι επιθυμεί την παραίτηση. Εδώ απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή διότι οι συνέπειες που απορρέουν από το χαρακτηρισμό μιας πράξεως ή πράξεων ως ενδεικτικές παραιτήσεως από τέτοιο δικαίωμα είναι βαρυσήμαντες και πολλές φορές σχετίζονται με απίθανα οικονομικά μεγέθη . Ως εκ τούτου προυποτiθεται ευχερής διάκριση της βούλησης παραίτησης καθώς και γνώση από τον δικαιούχο-μεριδούχο τόσο του σχετικού δικαιώματος όσο και των συνεπειών που πηγάζουν αναπόδραστα από τις αντίστοιχες πράξεις του. Είναι ευνόητο βέβαια ότι η παράιτηση από το δικαίωμα διεκδίκησης της νομίμου μοίρας μπορεί ναπεριβληθεί και τη μορφή της σύμβασης μεταξύ των ενδιαφερομένων δηλαδή του μεριδούχου και του εγκαταστάτοu ή εγκαταστάτων με τη διαθήκη περιεχόμενο της οποίας θα συνιστά η αναγνώριση από τον πρώτο ως έγκυρης της διαθήκης με την οποία τιμήθηκαν οι δεύτεροι. Σε ο,τι αφορά στα χρονικά περιθώρια εντός των οποίων νομιμοποιείται να κινηθει ο μεριδούχος αυτό που χρήζει ιδιαίτερης επισήμανσης είναι ότι ο νόμος δεν υπάγει καταρχήν το δικαίωμα αυτό σε καμία προθεσμία ούτε η ίδια η διάταξη του άρθρου 1829 ΑΚ. Μάλιστα η εφαρμογή εδώ του άρθρου 1847 ΑΚ που προβλέπει τα ισχύοντα επί αποποιήσεως δεν μπορεί να λάβει χώρα ούτε κατ'αναλογία διότι τα διλήμματα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος εν προκειμένω ο μεριδούχος δεν ταυτίζονται επυδενί μ'εκείνα του απλού κληρονόμου καθώς ο πρώτος καλείται να επιλέξει ανάμεσα στο απόλυτα προσωπικό οικονομικό του συμφέρον το οποίο μπορεί κάλλιστα να προσκρούει στο απόλυτα ηθικό και οικογενειακό του συμφέρον τη στιγμή που ο δεύτερος καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην επαύξηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του ή τη στασιμότητά τους. Αυτή αναδεικνύεται ως η κυριότερη αιτία για την χορήγηση στον μεριδούχο άπλετου χρόνου ώστε να αποφασίσει νηφάλια τι προκρίνει ως σπουδαιότερο για τον iδιο αγαθό, την εύρυθμη πορεία της οικογένειάς του ή την οικονομική του ευημερία. Επομένως ο μεριδούχος δύναται κάλλιστα και μετά την παρέλευση του τετραμήνου να προβεί σε παραίτηση από το δικαίωμά του επί της νομίμου μοίρας έχοντας στη διάθεσή του χρόνο υπεραρκετό τόσο για να αποφασίσει όσο και για να πράξει . Περαιτέρω, αναφορικά με τις λοιπές προδιαγραφές ποv κατά το νόμο πρέπει να πληροί μια παραίτηση δέον να σημειωθεί ότι δεν δύναται αυτή να λάβει χώρα πριν από την επαγωγή κατ'αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1851 εδ. 1 ΑΚ και για την ταυτότητα του νομικού λόγου αλλά και διότι προσκρούει στο σκοπό της διάταξης του άρθρου 368 ΑΚ που απαγορεύει τις κληρονομικές συμβάσεις 'Αλλωστε πριν από την επαγωγή (ΕφΘεσ 1382/2001 Αρμ 2002, 545) είναι αβέβαιο αν πρόκειται να θιγει ή όχι η νόμιμη μοfρα αφού μέχρι την τελευταία στιγμή είναι «άγνωστοι αι βουλαf του διαθέτη», ο οποίος ακόμη και τότε, την ύστατη στιγμή δύναται να μεταπεισθεί και να αλλάξει την με τη διαθήκη αποτυπωθείσα βουλήσή του, είτε καταστρέφοντάς αυτήν είτε αντικαθιστώντας την με καινούρια. Από την άλλη ο ίδιος ο παραιτούμενος δεν μπορεί εκ των πραγμάτων πριν την επαγωγή να έχει υπόψην του όλα τα κρίσιμα εκείνα στοιχεία που ενδέχεται να διαμορφώσουν τη βούληση και μετέπειτα απόφασή του περί παραίτησης ή όχι. Στην ίδια κύρωση, αυτήν της ακυρότητας εμπίπτει και η παραίτηση που τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία για το λόγο ότι ως μονομερής δικαιοπραξία υπόκειται στις ίδιες απαγορεύσεις που υπόκεινται και οι συναφείς με αυτήν δηλώσεις βουλήσεως όπως επί παραδείγματι η αποδοχή ή αποποίηση όπως ρητά υποδηλώνει και η διάταξη του άρθρου 1851 εδ. 2 αναλογικώς εφαρμοστέο και εν προκειμένω. Άλλωστε η άρση της αβεβαιότητας και ανασφάλειας που συνιστά και τη ratio της εν λόγω διατάξεως μόνο έτσι θα μπορούσε να επιτευχθεί και μάλιστα σε ικανοποιητικό βαθμό. Απόρροια των ως άνω διαπιστώσεων αποτελεί και η θέση ότι ο μεριδούχος που έχει αποδεχθεί τη νόμιμη μοίρα του σε όλη της την έκταση δεν δύναται να παραιτηθεί εγκύρως απ' αυτή με αναδρομική ενέργεια αλλά μόνο ex nunc κι αυτό κατ'αναλογική εφαρμογή του άρθρου 1849 ΑΚ και για την ταυτότητα του νομικού λόγου. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση, οι αιτούντες, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, ως εκ διαθήκης κληρονόμοι του αποβιώσαντος παππού τους … του … και της … και συγκεκριμένα ότι η, δυνάμει της από ..2023 ιδιόγραφης διαθήκης του, που δημοσιεύθηκε με το υπ' αριθμό …/2024 πρακτικό δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου και κηρύχθηκε κυρία με την υπ'αριθμ. …/2024 πράξη του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου εγκαταστάθηκαν κληρονόμοι εξ ημισείας και κατά ποσοστό 50% εκάστη, σύμφωνα με τις διατάξεις της διαθήκης, επί του οικοπέδου με το μικρό σπίτι επί της οδού … στ..., πλην, όμως με την υπ'αριθμ. …/2024 διάταξη του κληρονομητηρίου που τους χορηγήθηκε κατόπιν αιτήσεως από το παρόν Δικαστήριο, γίνεται μνεία ότι «η εγκατάσταση αυτή είναι νόμιμη, μέχρι του σημείου εκείνου που δεν θίγει τη νόμιμη μοίρα των τέκνων του αποβιώσαντος, ήτοι του πατρός των αιτουσών και της αδελφής του και θείας τους, οι οποίοι εν προκειμένω καθίστανται αυτόματα, από το θάνατο του κληρονομούμενου (χρόνος επαγωγής) αναγκαίοι κληρονόμοι (βλ. άρθρο 1825 ΑΚ) επί της συνολικής περιουσίας του αποβιώσαντος και κατά το μισό της κληρονομικής μερίδας που θα τους επαγόταν αν εκαλούντο ως εξ 'αδιαθέτου κληρονόμοι, υπό τον όρο ότι δεν έχουν αποποιηθεί την εν λόγω κληρονομία και δεν συντρέχει στο πρόσωπό τους κανένας από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 1839 ΑΚ λόγους (Βλ. Β.Μπρακατσούλα Εκουσια Δικαιοδοσία Θεωρία- Νομολογία- Πράξη Ένατη Έκδοση Αθήνα - Κομοτηνή 2011 Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα Κεφ. 43, σελ. 752 με αναφορές σε ΠΑμαλ 94/75 ΝοΒ 24,340)», πράγμα που κατ 'εκείνες αμφισβητεί και πλήττει ευθέως το κληρονομικό τους δικαίωμα καθώς δημιοuργεf ανασφάλεια δικαίου ως προς τα δικαιώματα τους και επειδή το εν λόγω ακίνητο έχει συμφωνηθεί να ανοικοδομηθεί με το σύστημα της ανππαροχής και η χρήση του κληρονομητηρίοu είναι απαραίτητη για τις μελλοντικές μεταβιβάσεις που πρόκειται να πραγματοποιηθούν μέσα στα πλαlσrα αυτά, τη στιγμή μάλιστα που οι νόμιμοι μεριδούχοι υπέρ των οποίων η σχετική μνεία αποδέχονται το εκ διαθήκης δικαίωμά τους (των αιτουσών) και δηλώνουν ότι δεν επιθυμούν την οποιαδήποτε ενάσκηση δικαιωμάτων τους από τη νόμιμη μοίρα, αιτούνται την τροποποίηση της διάταξης με την απαλοιφή της ως άνω μνείας. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αίτηση, όπως διορθώθηκε παραδεκτά τόσο με δήλωση στο ακροατήριο που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, όσο και με τις προτάσεις, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα της παρούσας σκέψη, αρμοδίως και παραδεκτά, φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρlου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 739, 740, 810, 813 ΚΠολ), κοινοποιούμενη και προς τους προσθέτως παρεμβαίνοντες (Βλ. υπ'αριθμ. 3967β/27.5.2024 και 3968β/27.5.2024 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Δημ. Ακρίδα). Περαιτέρω, είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες και στη μείζονα πρόταση διατάξεις (άρθρο 758 ΚΠολ), πρέπει δε να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την άλλη πλευρά οι προσθέτως παρεμβαίνοντες, νόμιμα και παραδεκτά (άρθρο 752.2Κπολ) άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προφορικά με δήλωση της πληρεξουσίας τους δικηγόρου στο ακροατήριο, η οποία καταχωρήθηκε και στα πρακτικά αλλά και με τις προτάσεις τους. Όσον αφορά δε την ενεργητική νομιμοποίησή τους, ακριβέστερα το παραδεκτό της παρεμβάσεώς τους, αυτό που πρέπει να διευκρινισθεί σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι ότι ουδέποτε κατέστησαν διάδικοι στην παρούσα δίκη, πριν την άσκηση εκ μέρους τους της εν λόγω παρεμβάσεως κι αυτό διότι ουδέποτε κλητεύθηκαν με διαταγή του δικαστηρίου να συμμετάσχουν στη δίκη, ενώ η απλή κοινοποίηση προς αυτούς της κρινόμενης αιτήσεως δεν αναπληρώνει την έλλειψη αυτή (βλ. παραπάνω στην οικεία θέση της μείζονας σκέψεως της παρούσας), ούτε βέβαια ο ορισμός προθεσμίας προς κοινοποίηση εκ μέρους του Δικαστηρίου συνιστά την επιτασσόμενη από το νόμο κλήτευση με σκοπό την πρόσκτηση της ιδιότητας του διαδίκου. Αυτό σημαίνει, λοιπόν, πως μόνο μετά την άσκηση της παρεμβάσεώς τους κατέστησαν διάδικοι, νόμιμα συμμετέχοντες στη δίκη. Οι προσθέτως παρεμβαίνοντες με την παραδεκτή και νόμιμη παρέμβασή τους, ως ήδη ελέχθη, αναφέρθηκαν στο γεγονός ότι υπήρξαν μάρτυρες στη σύνταξη της διαθήκης του αποβιώσαντος πατρός τους με την οποία εγκαθιστούσε κληρονόμους τις αιτούσες κι υπέγραψαν επ' αυτής, πράγμα που δηλώνει ότι εκ μέρους τους ουδέποτε υπήρξε διάθεση προσβολής της διαθήκης ή διεκδίκησης λόγω νόμιμης μοίρας, συντασσόμενοι με το αίτημα των αιτούντων περί απαλοιφής της μνείας που τους αφορά αναφορικά με το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας επί της υπ'αριθμ. ../2024 διατάξεως περί χορήγησης κληρονομητηρiου. Επειδή η εν λόγω παρέμβαση κατά το αίτημά της αυτό τυγχάνει ορισμένη και νόμιμη, κρίνεται σκόπιμη και η ουσιαστική διερεύνηση αυτής μαζί με το σύνολο της υποθέσεως.

Από την ανωμοτί κατάθεση των παρεμβαινόντων ως διαδίκων στο ακροατήριο, η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, καθώς και τα έγγραφα των οποίων έγινε επίκληση και προσκομίστηκαν από τους διαδίκους, αποδεικνύονται τα παρακάτω: Ο παππούς των αιτούντων … του … και της …, κάτοικος εν ζωή ..., οδός …. απεβίωσε στην Αθήνα, την …/2023. Δυνάμει της από …/2023 ιδιόγραφης διαθήκης του, που δημοσιεύθηκε με το υπ' αριθμό …/2024 πρακτικό δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου και κηρύχθηκε κυρία με την υπ'αριθμ. …/2024 πράξη του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου εγκαταστάθηκαν οι αιτούσες κληρονόμοι εξ ημισείας και κατά ποσοστό 50% εκάστη, σύμφωνα με τις διατάξεις της διαθήκης, επί του οικοπέδου με το μικρό σπίτι επί της οδού … στα ... Με την από …/2024 και με αριθμό κατάθεσης …/2024 και ΕΑΚ …/2024 αίτησή τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αιτήθηκαν την έκδοση κληρονομητηρίου που να πιστοποιεί το ως άνω κληρονομικό δικαίωμά τους επ’ αυτής και εξεδόθη η υπ'αριθμ. ../2024 διάταξη του παρόντος Δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση και στην οποία έγινε μνεία περί της ύπαρξης νόμιμων μεριδούχων και του δικαιώματός τους περί νόμιμης μοiρας καθώς και του τρόπου που αυτή περιέρχεται σ' εκείνους, καθώς από το με αριθμό πρωτοκόλλου …/2023 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου ..., προέκυπτε ότι ο πατέρας των αιτουσών … του … και της … και η αδελφή του … του … και της …, ήταν οι μόνο, πλησιέστεροι συγγενείς του αποβιώσαντος που ζούσαν κατά το χρόνο του θανάτου του. Όπως όμως, απεδείχθη, με την παρέμβαση στην προκείμενη δίκη, οι παρεμβαίνοντες νόμιμοι μεριδούχοι δήλωσαν ότι παραιτούνται από κάθε διεκδίκηση επί τυχόν δικαιώματός τους εκ της νόμιμης μοίρας, κάθε δικαίωμα διάρρηξης της διαθήκης εξ αυτού του λόγου κι ως εκ τούτου δεν συντρέχει πλέον ο λόγος ύπαρξης της σχετικής μνείας επί της ως άνω διατάξεως, ήτοι επήλθε μεταβολή των πραγμάτων που δικαιολογεi την μεταρρύθμιση της διατάξεως και την απαλοιφή της σχετικής μνείας. Από τα ως άνω εκτεθέντα νόμιμη συντρέχει περίπτωση προς τερματισμό της αβεβαιότητας περi την κληρονομική διαδοχή, μεταρρύθμισης με δικαστική απόφαση του Δικαστηρίου της εν λόγω διατάξεως έτσι ώστε να αιτιολογείται πλήρως η μεταβολή αυτής. Πρέπει συνεπώς η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και στην οuσία της, δεκτής γενομένης ως βάσιμης επί της ουσίας της πρόσθετης παρεμβάσεως. Αναφορικά με τη δικαστική δαπάνη, δεν επιδικάζεται αυτή ελλείψει σχετικού αιτήματος από τους αιτούντες.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από …/2024 και με ειδικό αριθμό καταθ. δικογρ. …/2024 αίτηση και τη συνακόλουθη πρόσθετη παρέμβαση

ΔΕΧΕΤΑΙ την αiτηση ΑΠΟΔΕΧΟΜΕΝΟ ως ουσία βάσιμη την πρόσθετη παρέμβαση

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΙ την υπ'αριθμ. …/2024 διάταξη του παρόντος Δικαστηρiου απαλείφοντας από το κεiμενο αυτής το ακόλουθο κομμάτι: «Γίνεται μνεία ότι η εγκατάσταση αυτή είναι νόμιμη, μέχρι τοu σημείου εκείνου που δεν θίγει τη νόμιμη μοίρα των τέκνων του αποβιώσαντος, ήτοι του πατρός των αιτουσών και της αδελφής του και θείας τους, οι οποίοι εν προκειμένω καθίστανται αυτόματα,

 εγκατάσταση αυτή εfναι νόμιμη, μέχρι τοu σημείου εκείνου που δεν θίγει τη νόμιμη μοίρα των τέκνων του αποβιώσαντος, ήτοι του πατρός των αιτουσών και της αδελφής του και θείας τους, οι οποίοι εν προκειμένω καθίστανται αυτόματα, από το θάνατο του κληρονομούμενου (χρόνος επαγωγής) αναγκαίοι κληρονόμοι (βλ. άρθρο 1825 ΑΚ) επί της συνολικής περιουσίας του αποβιώσαντος και κατά το μισό της κληρονομικής μερίδας που θα τους επαγόταν αν εκαλούντο ως εξ 'αδιαθέτου κληρονόμοι, υπό τον όρο ότι δεν έχουν αποποιηθεί την εν λόγω κληρονομία και δεν συντρέχει στο πρόσωπό τους κανένας από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 1839 ΑΚ λόγους (Βλ. Β.Μπρακατσούλα Εκουσια Δικαιοδοσία Θεωρία- Νομολογία - Πράξη Ένατη Έκδοση Αθήνα - Κομοτηνή 2011 Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα Κεφ. 43, σελ. 752 με αναφορές σε ΠΑμαλ 94/75 ΝοΒ 24,340)».

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την καταχώριση αυτής της μεταρρύθμισης στο περιθώριο του πρωτοτύπου της εν λόγω διάταξης καθώς και στα αντίγραφα ή αποσπάσματα αυτής καθώς και του αριθμού της παρούσας που διατάζει τη μεταρρύθμιση αυτή.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο Μαρούσι Απικής, στις 28 Ιουνίου του 2024, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 
 
bottom of page