Αναγνώριση χρέους και υποχρέωση καταβολής
- Admin
- 6 Μαρ 2024
- διαβάστηκε 9 λεπτά
Στοιχεία Απόφασης
Δικαστήριο: Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου
Αρίθμ. Απόφασης: 69
Έτος Απόφασης: 2024
Κείμενο Απόφασης
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2023 για να δικάσει την παρακάτω uπόθεση μεταξύ:
Του ενάγοντος: Σ* του …, κατοίκου ..., οδός …, αρ…, με Α.Φ.Μ…., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Αποστολόπουλο του Αποστόλου, ΑΜ ΔΣΑ 011663, που προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις κατ' άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 και εκ νέου από το άρθρο 12 του Ν. 4842/2021) και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Του εναγομένου: Β*, κατοίκου..., οδός…, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ... του …, ΑΜ ΔΣΑ …, που προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις κατ' άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 και εκ νέου από το άρθρο 12 του Ν. 4842/2021) και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Ο ενάγων με την από 13-04-2022 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, η οποία κατατέθηκε νόμιμα στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με ΓΑΚ …/14-04-2022 και ΕΑΚ …/14-04-2022, και προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, δυνάμει της από 05-12-2022 Πράξης της Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου, οπότε και εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, ζητεί τα αναφερόμενα σε αυτή, για τους λόγους που επικαλείται.
Με τις, εμπροθέσμως κατατεθείσες, προτάσεις τους, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ προκύπτει ότι με τη σύμβαση του δανείου, η οποία είναι ενοχική, διαρκής, ετεροβαρής, παραδοτική και άτυπη σύμβαση, ο ένας εκ των συμβαλλομένων μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και ο τελευταίος έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 807 ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου, ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αν περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του-οφειλέτη. Αν είναι δε άτοκο, ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να το αποδώσει και χωρiς καταγγελία.
ΙΙ. Η αφηρημένη αναγνώριση ή υπόσχεση χρέους (ΑΚ 873 - 875) εντάσσεται συστηματικά στις λεγόμενες αναγνωριστικές συμβάσεις, οι οποίες δεν ρυθμίζονται μεν ως ιδιαίτερη κατηγορία συμβάσεων στον ΑΚ, το επιτρεπτό τους, όμως, θεμελιώνεται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361). Διακρίνονται σε γνήσιες και μη γνήσιες, ανάλογα με το αν δημιουργούν ή όχι νέα ενοχή σε σχέση με την προϋφιστάμενη, ενόψει της οποίας συνήφθησαν, οι δε γνήσιες διακρίνονται περαιτέρω σε αιτιώδεις και αφηρημένες, ανάλογα με την επίδραση της βασικής σχέσης στη νέα ενοχή που δημιουργείται με την αναγνωριστική σύμβαση (βλ. Φουντεδάκη, σε ΕπισκΕΔ 1996, 888).
Ειδικότερα, για επιβεβαιωτική και μη γνήσια αναγνωριστική σύμβαση γίνεται λόγος όταν τα μέρη αναγνωρίζουν την ύπαρξη μιας προϋφιστάμενης έννομης σχέσης, χωρίς να δημιουργούν νέα ενοχή και χωρίς να επιδρούν διαπλαστικά στο περιεχόμενο της παλαιάς. Η δήλωση με την οποία επιβεβαιώνεται, συνήθως για αποδεικτικούς σκοπούς, η ύπαρξη ενός χρέους είναι μια μη δικαιοπρακτική δήλωση μαρτυρίας (επιβεβαιωτική αναγνώριση). Μια μόνο ενοχή υπάρχει, η αρχική. Ο δηλών δεν αναλαμβάνει καμία επιπλέον δέσμευση. Συνήθως, μια τέτοια σύμβαση θα συνάπτεται όταν η υφιστάμενη ενοχή είναι αμφισβητούμενη ή χρήζει διευκρίνισης σε κάποια σημεία της, καθώς και όταν τα μέρη θέλουν να εξασφαλίσουν γι' αυτήν το αναγκαίο αποδεικτικό μέσο (βλ. Εuρuγένη, σε ΕρμΑΚ 873 αρ. 22). Δικονομικά η απλή επιβεβαίωση ενοχής δεν αποτελεί νέα βάση αγωγής (βλ. Λιακόποuλο, σε Εισαγ. άρθρα 873-875 αρ. 2), ενώ από άποψη ουσιαστικού δικαίου διακόπτει την παραγραφή (βλ. Παμπούκη, ΕπισκΕΔ 2004, 546).
Με την κρινόμενη αγωγή του, όπως το περιεχόμενο αυτής εκτιμάται στο σύνολό του, ο ενάγων εκθέτει ότι διατηρεί με τον εναγόμενο μακρόχρονη φιλική σχέση, αρχόμενη από το έτος 1980 περίπου, κατά τη διάρκεια της οποίας, του είχε δανείσει πολλές φορές χρήματα, τα οποία ο εναγόμενος επέστρεφε, στα πλαίσια άτυπων και άτοκων μεταξύ τους δανειακών συμβάσεων. Ότι κατά τους μήνες Σεπτέμβριο του έτους 2017, Φεβρουάριο - Μάρτιο του έτους 2020 και Ιούλιο του έτους 2020, κατόπιν σχετικών αιτημάτων του εναγομένου, ο ενάγων χορήγησε στον τελευταίο, το ποσό των 6.000,00 ευρώ, 2.000,00 ευρώ και 3.000,00 ευρώ, αντιστοίχως, δυνάμει ισάριθμων άτυπων συμβάσεων άτοκων δανείων, συναφθέντων απάντων στα ... Αττικής, για την κάλυψη των αναλυτικώς αναφερόμενων στην αγωγή αναγκών του εναγομένου. Ότι οι διάδικοι συμφώνησαν την επιστροφή του εν λόγω συνολικώς δανεισθέντος ποσού των 11.000,00 ευρώ σταδιακά μέχρι το Πάσχα του έτους 2021, πλην όμως, ο εναγόμενος δεν ανταποκρίθηκε. Ότι στις 08-10-2021, εξαιτίας της άρνησης του εναγόμενου να επιστρέψει το ανωτέρω δανεισθέν ποσό και κατόπιν συνεχών διαμαρτυριών και πιέσεων εκ μέρους του ενάγοντος, οι διάδικοι συναντήθηκαν παρουσία κοινού τους φίλου, και τότε ο εναγόμενος, ενώπιον όλων, συνέταξε ιδιοχείρως και υπέγραψε το από 08-10-2021 έγγραφό του, το οποίο παρέδωσε εν συνεχεία στον ενάγοντα, με το οποίο δήλωσε ότι οφείλει στον τελευταίο το ποσό των 11.000,00 ευρώ, αναγνωρίζοντας την οφειλή του και υποσχόμενος ότι θα καταβάλει το εν λόγω ποσό σταδιακά σε μηνιαίες δόσεις. Ότι παρά ταύτα, ο εναγόμενος δεν έχει καταβάλει κανένα ποσό στον ενάγοντα, στις δε επανειλημμένες οχλήσεις του εκ μέρους του τελευταίου, καίτοι αναγνωρίζει κάθέ φορά την ύπαρξη της ανωτέρω αναφερόμενης οφειλής του, δηλώνει αδυναμία εκπληρώσεώς της, επικαλούμενος ότι είναι χαμηλοσuνταξιούχος και ότι στερείται έτερων πόρων. Με βάση το ιστορικό αυτό, και κατά τα αναλυτικότερα αναφερόμενα στο εισαγωγικό δικόγραφο, ο ενάγων ζητεί, λόγω των μεταξύ τους συναφθέντων συμβάσεων δανείων, άλλως και επικουρικώς, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 11.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας και υπερημερίας από την επίδοση της ένδικης αγωγής. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 11, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 1α, 33 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Είναι, κατά την κύρια βάση της, ορισμένη, απορριτττομένης της προβληθεiσας από τον εναγόμενο ένστασης αοριστίας, καθώς περιέχει άπαντα τα απαραίτητα κατά νόμο στοιχεία για την πληρότητα του ορισμένου αυτής (άρθρο 216 ΚΠολΔ). Επίσης είναι, κατά την κύρια βάση της, νόμιμη, στηριζόμενη, πέραν των διατάξεων που αναφέρονται ανωτέρω στις μείζονες σκέψεις της παρούσας και στις διατάξεις των άρθρων 806 επ., 873 - 875, 361, 346 ΑΚ, 907, 908 παρ. 1a, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Όσον αφορά το παρεπόμενο αίτημα περί τοκοδοσίας με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της ένδικης αγωγής, λεκτέο ότι τούτο αλυσιτελώς προβάλλεται, καθ' όσον εμπεριέχεται, ως έλασσον, στο παρεπόμενο αίτημα περi τοκοδοσίας με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της ένδικης αγωγής (μείζον) το δε ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του εκάστοτε οριζόμενου από το νόμο ή τη δικαιοπραξία τόκου υπερημερίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 346 ΑΚ. Περαιτέρω, όσον αφορά την ασκούμενη επικουρικώς αξίωση περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αυτή θα εξετασθεί μόνο μετά την απόρριψη της κύριας βάσης, καθώς, εάν γίνει δεκτό το κύριο αίτημα, τότε παρέλκει η εξέταση του επικουρικού (ΕφΘεσ 1164/88, Αρμ. 1988.703, ΕφΘεσ 2894/90 Αρμ. 1991.165, με ενημερωτικό σημείωμα Π. Αρβανιτάκη βλ. του ίδιου. Η επικουρικότητα στην πολιτική δίκη, 1989, σελ.200). Συνεπώς, η ένδικη αγωγή, κατά την κύρια βάση της, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της: α) προσκομίζεται το από 13-04-2022 ενημερωτικό έγγραφο, υπογεγραμμένο σε χρόνο προγενέστερο της κατάθεσης της ένδικης αγωγής από τον ενάγοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, περί της ενημέρωσης του πρώτου από το δεύτερο για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς εκουσίως με συμφωνία προσφυγής σε διαμεσολάβηση και ότι δεν υφίσταται υποχρέωση προσφυγής της διαφοράς σε Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία (ΥΑΣ) Διαμεσολάβησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 2, 6 και 7 του Ν. 4640/2019, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει δυνάμει του Ν. 4647/2019 και β) για το αντικείμενό της καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το με κωδικό … eπαράβολο).
Απ'όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, ουδενός των οποiων παραλείφθηκε η συνεκτίμηση, από τη με αριθμό …/14-09-2022 ένορκη βεβαίωση της Α* συζ. Σ*, που ελήφθη ενώπιον της Ειρηνοδίκη ..., με την πρωτοβουλία του ενάγοντος, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου (βλ. την υπ' αριθμ. …/09-09-2022 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Ε*) και η οποία προσκομίζεται από τον ενάγοντα με επίκληση, από τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ} και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 αρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων διατηρεί μακροχρόνια φιλία με τον εναγόμενο, στο πλαίσιο της οποίας, πέραν των στενών κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των οικογενειών αμφοτέρων, αναπτύχθηκε μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης, που περιλάμβανε και την κατά καιρούς δανειοδότηση, ατύπως και ατόκως, του εναγόμενου από τον ενάγοντα (βλ. τη με αριθμό …/14-09-2022 ένορκη βεβαίωση της Α* συζ. Σ*). Το Σεπτέμβριο του έτους 2017, κατόπιν αιτήματος του εναγόμενου, ο ενάγων του δάνεισε, ατύπως και άτοκα, στα ... Αττικής, το ποσό των 6.000,00 ευρώ, προκειμένου ο πρώτος να μπορέσει να επισκευάσει το αυτοκίνητο της συζύγου του, που είχε υποστεί υλικές ζημίες εξαιτίας της εμπλοκής του σε τροχαίο ατύχημα. Μάλιστα, η επισκευή του εν λόγω οχήματος ανατέθηκε στον κοινό φίλο αμφοτέρων των διαδίκων, Α**, που διατηρούσε συνεργείο και γνώριζε και ο ίδιος ότι τα χρήματα που θα ελάμβανε από τον εναγόμενο ως αντίτιμο της επισκευής, ο τελευταίοςτα είχε δανειστεί από τον ενάγοντα (βλ. τη με αριθμό …/14-09-2022 ένορκη :βεβαίωση της Α* συζ. Σ*). Περαιτέρω, κατά τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο του έτους 2020, κατόπιν αιτημάτων του εναγομένου, που επικαλέστηκε οικονομική αδυναμία για την πραγματοποίηση επισκευής της κατοικίας του στ..., ο ενάγων του δάνεισε, ατύπως και άτοκα, στα ... Αττικής, το ποσό των 1.000,00 και 1.000,00 ευρώ, αντίστοιχα, ήτοι εν συνόλω το ποσό των 2.000,00 ευρώ, και επίσης, τον Ιούλιο του ίδιου έτους, ο εναγόμενος αιτήθηκε και ο ενάγων του δάνεισε εκ νέου, άτυπα και άτοκα, στα ... Αττικής, το ποσό των 3.000,00 ευρώ, τα οποία ο εναγόμενος επικαλέστηκε ότι χρειαζόταν προκειμένου να τακτοποιήσε1 υφιστάμενες αυθαιρεσίες στην προλεχθείσα κατοικία του στην ... (βλ. τη με αριθμό …/14-09-2022 ένορκη βεβαίωση της Α* συζ. Σ*). Επιπρόσθετα, οι διάδικοι συμφώνησαν να επιστραφεί το ανωτέρω συνολικώς δανεισθέν ποσό των (6.000,00 + 2.000,00+ 3.000,00 =) 11.000,00 ευρώ, ατόκως και σταδιακά, μέχρι και το Πάσχα του έτους 2021, από τον εναγόμενο, πλην όμως, ο τελευταίος ουδόλως ανταποκρίθηκε στην εν λόγω αναληφθείσα υποχρέωσή του, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του εκ μέρους του ενάγοντος. Εξαιτίας δε της άρνησης του εναγόμενου να επιστρέψει τα ανωτέρω δανεισθέντα ποσά και κατόπιν συνεχών διαμαρτυριών και πιέσεων εκ μέρους του ενάγοντος, οι διάδικοι συναντήθηκαν, στις 08-10-2021, στην κατοικία του ενάγοντος, με την παρουσία του προλεχθέντος κοινού τους φίλου, Α**, για τη διευθέτηση του ζητήματος. Στη συνάντηση αυτή, ο εναγόμενος, αναγνώρισε την ανωτέρω αναφερόμενη οφειλή του προς τον ενάγοντα και επικαλέστηκε παροδική αδυναμία καταβολής, προτείνοντας να καταβάλει σταδιακά και σε μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από τον αμέσως επόμενο μήνα, το ποσό των 11.000,00 ευρώ. Επιπλέον δε, ενώπιον όλων των παρευρισκόμενων στην εν λόγω συνάντηση, ο εναγόμενος συνέταξε, χρονολόγησε και υπέγραψε ιδιοχείρως το από 08-10-2021 έγγραφό του, το οποίο παρέδωσε εν συνεχεία στον ενάγοντα, με το οποίο δήλωσε ότι οφείλει στον τελευταίο το ποσό των 11.000,00 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενο ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο από το πρωτότυπο του εν λόγω εγγράφου, σε συνδυασμό με τη με αριθμό …/14-09-2022 ένορκη βεβαίωση της Α* σuζ. Σ*, η οποία βεβαιώνει ενόρκως ότι ήταν παρούσα στην ανωτέρω αναφερόμενη συνάντηση μεταξύ των διαδίκων, που έλαβε χώρα στις 08-10- 2021 στην κατοικία του ενάγοντος). Εντούτοις, ο εναγόμενος έκτοτε αρνείται να καταβάλει το εν λόγω ποσό στον ενάγοντα, στις δε επανειλημμένες οχλήσεις του εκ μέρους του τελευταίου, καίτοι αναγνωρίζει κάθε φορά την ύπαρξη της ανωτέρω οφειλής του, δηλώνει αδυναμία εκπληρώσεώς της, επικαλούμενος ότι είναι χαμηλοσυνταξιούχος και ότι στερείται έτερων πόρων (βλ. τη με αριθμό …/14-09-2022 ένορκη βεβαίωση της Α* συζ. Σ*). Άπαντες δε οι ισχυρισμοί του εναγομένου, περί της ύπαρξης τηρούμενου επi μακρό χρονικό διάστημα άτυπου αλληλόχρεου λογαριασμού μεταξύ των διαδίκων, περί απασχόλησής του σε διάφορες εργολαβίες που είχε αναλάβει ο ενάγων, αλλά και στην κατασκευή των σπιτιών του τελευταίου, καθώς επίσης και περί ανείσπρακτων εντεύθεν αμοιβών του, οφειλόμενων εκ μέρους του ενάγοντος, δεν κρίνονται πειστικοί από το παρόν Δικαστήριο και, ως εκ τούτου, τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι, και όσον δεν επιρρωνύονται από κανένα αποδεικτικό μέσο. Για τον ίδιο λόγο, ομοίως απορριπτέο τυγχάνει και το αίτημα του εναγόμενου περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης αμφοτέρων των διαδίκων ενώπιον των διαδίκων, κατ άρθρα 415 επ. ΚΠολΔ, ουδόλως θα συνεισφέρει στο αποδεικτικό υλικό, για την απόδειξη, ειδικότερα, των ανωτέρω αναφερόμενων ισχυρισμών του εναγομένου.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αγωγή, κατά την κύρια βάση της, να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 11.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της ένδικης αγωγής, παρελκούσης της εξέτασης της επικουρικής βάσης περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Όσον αφορά το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, οι οποίοι επιβάλλουν την προσωρινή εκτελεστότητα της απόφασης, καθ' όσον η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατό να επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, ενόψει, επίσης, και του γεγονότος ότι στην προκείμενη περίπτωση αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος έχει αναγνωρίσει εγγράφως την ένδικη απαίτηση του ενάγοντος (άρθρο 908 παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ), γι' αυτό το σχετικό αίτημα πρέπει να γίνει δεκτό. Τέλος, ο εναγόμενος, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμως προβληθέντος αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό το ποσό των έντεκα χιλιάδων ευρώ (11.000,00 €), με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της ένδικης αγωγής.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος του εναγομένου τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων ογδόντα (580,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο Μαρούσι, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6-03-2024, απόντων των διαδίκων.